- γαλλομανής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που τρέφει έντονο θαυμασμό για τους Γάλλους ή μιμείται υπερβολικά τους γαλλικούς τρόπους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.